Παρά την αύξηση του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών σε τρέχουσες τιμές τα τελευταία τρία χρόνια, ο υψηλός πληθωρισμός το 2022 που προκλήθηκε από την ενεργειακή κρίση θα μειώσει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, αναφέρει το Δελτίο Οικονομικής Ανάπτυξης της Alpha Bank.
Όπως σημειώνεται, αυτές οι εξελίξεις αντικατοπτρίζονται και στις εκτιμήσεις των νοικοκυριών για την τρέχουσα οικονομική τους κατάσταση, οι οποίες έχουν πτωτική τάση από τον Μάρτιο του 2022. Ωστόσο, τους πρώτους εννέα μήνες του 2023, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε με ταχύτερους ρυθμούς από τον πληθωρισμό, αντισταθμίζοντας ορισμένες από τις απώλειες.
Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αναμένεται να ενισχυθεί περαιτέρω μεσοπρόθεσμα ως αποτέλεσμα ορισμένων ευνοϊκών παραγόντων, όπως:
περαιτέρω μείωση του ποσοστού ανεργίας, το οποίο ανήλθε σε 9,2% τον Δεκέμβριο του 2023 και είναι το χαμηλότερο από τον Μάιο του 2009·
μέτρα αύξησης εσόδων που περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό του 2024 συνολικού ποσού 2,5 δισ. ευρώ, αλλά και
επενδύσεις που θα υλοποιηθούν στο πλαίσιο απορρόφησης κονδυλίων από το Ταμείο Ανασυγκρότησης.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανάλυση που περιλαμβάνεται στην Ενδεικτική Έκθεση Προϋπολογισμού για το 2024, εκτιμάται ότι οι υλοποιούμενες δημοσιονομικές παρεμβάσεις θα αυξήσουν το μέσο ετήσιο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα κατά 1,4% φέτος.
Οι σημαντικοί κίνδυνοι σε αυτό το βασικό σενάριο ανάπτυξης του διαθέσιμου εισοδήματος για τα ελληνικά νοικοκυριά σχετίζονται, αφενός, με την αδύναμη οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία μπορεί να επιβραδύνει τον ρυθμό δημιουργίας εισοδήματος από τον τουρισμό ή άλλες υπηρεσίες, και από την άλλη πλευρά, στη γεωπολιτική αναταραχή στην Ερυθρά Θάλασσα, η οποία μπορεί να προκαλέσει και πάλι πληθωρισμό μέσω του κόστους μεταφοράς (βλ. Δελτίο Οικονομικής Ανάπτυξης της Alpha Bank με ημερομηνία 1 Φεβρουαρίου 2024).
Όσον αφορά την εξέλιξη του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος, της ιδιωτικής κατανάλωσης -σε τρέχουσες τιμές- και των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών, σε κινητούς μέσους όρους των τεσσάρων τετάρτων, προκειμένου να εξαλειφθεί η εποχικότητα που προκύπτει από αυτά τα δεδομένα:
Τα διαθέσιμα εισοδήματα αυξάνονται σε ονομαστικούς όρους τα τελευταία δύο χρόνια. Σε ετήσια βάση, αυξήθηκε κατά 7,6% το 2022 και κατά 7,4% το πρώτο εννεάμηνο του 2023. Η αύξηση αυτή, όπως αναμενόταν, μεταφράστηκε σε παράλληλη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης σε τρέχουσες τιμές κατά 14,3% το 2022 και κατά 6,9 % το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου πέρυσι σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022. Συνεπώς, η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης έχει υπερβεί τη διετή δυναμική του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Αυτό σημαίνει ότι τα νοικοκυριά ενίσχυσαν την καταναλωτική ώθηση χρησιμοποιώντας ένα μικρό μέρος των οικονομιών που συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Αυτό έκανε τη μέση τάση για αποταμίευση να πέσει ξανά σε αρνητικό επίπεδο.
Επιπλέον, η καταναλωτική πίστη αυξάνεται επίσης, με τον δωδεκάμηνο ρυθμό μεταβολής της να κινείται σε θετικό έδαφος από τον Μάρτιο του 2022 και να επιταχύνεται πέρυσι φτάνοντας το 3,4% τον Δεκέμβριο. Υπενθυμίζεται ότι κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης οι ακαθάριστες αποταμιεύσεις ήταν θετικές, αρχικά λόγω σημαντικής μείωσης της κατανάλωσης και στη συνέχεια αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος, που αφενός αντανακλούσε την «αναγκαστική» αποταμίευση (οι καταναλωτές δεν μπόρεσαν να ξοδέψουν λόγω μέτρων που περιορίζουν την οικονομική δραστηριότητα) , και αφετέρου «προληπτική» αποταμίευση (καταναλωτικές αποταμιεύσεις λόγω αβεβαιότητας για την απασχόληση και το μελλοντικό εισόδημα). Να σημειωθεί μάλιστα ότι, σύμφωνα με σχετική μελέτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν ότι αποταμιεύουν για προληπτικούς λόγους είναι υψηλότερο στην Ελλάδα σε σχέση με τη ζώνη του ευρώ.
Επιπλέον, είναι σημαντικό να εξεταστεί η οικονομική δομή της αύξησης του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος. Οι συνιστώσες στην πλευρά του εισοδήματος (πηγές) είναι το εισόδημα εξαρτημένης απασχόλησης, το λειτουργικό πλεόνασμα/ακαθάριστο εισόδημα (συμπεριλαμβανομένων των κερδών από επιχειρήσεις, μισθούς αυτοαπασχολουμένων κ.λπ.), κοινωνικές παροχές εκτός από κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος (συντάξεις και κοινωνικές παροχές). και εισοδήματα από περιουσία (κινητά και ακίνητα). Από την πλευρά των υποχρεώσεων των νοικοκυριών, τα κύρια στοιχεία του διαθέσιμου εισοδήματος είναι οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης (αφαιρούνται από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις και, κατά συνέπεια, οι καθαρές κοινωνικές μεταβιβάσεις) και οι άμεσοι φόροι.
Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2023 οφείλεται κυρίως στο εισόδημα από εξαρτημένη εργασία και δευτερευόντως στο λειτουργικό πλεόνασμα/ακαθάριστο εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων και των ατομικών επιχειρήσεων. Το εισόδημα από ακίνητα και οι καθαρές κοινωνικές μεταβιβάσεις είχαν επίσης θετική επίδραση στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος το πρώτο και δεύτερο τρίμηνο του περασμένου έτους, ενώ η συνεισφορά τους ήταν αρνητική το τρίτο τρίμηνο. Ειδικά σε ό,τι αφορά τις καθαρές κοινωνικές μεταβιβάσεις, η αρνητική τους συμβολή το γ’ τρίμηνο προήλθε από αύξηση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης κατά 7,7%. Επιπλέον, η αύξηση του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών περιορίστηκε, όπως αναμενόταν, εν μέρει από την αρνητική συμβολή των άμεσων φόρων, η οποία το πρώτο εννεάμηνο του 2023 ήταν στην πραγματικότητα υψηλότερη σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2022. Σημειώνεται ότι η Η αύξηση των δύο τελευταίων κατηγοριών, δηλαδή των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και των φόρων, συνδέεται με αύξηση του εισοδήματος των νοικοκυριών.
Παρά την αύξηση του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος, σύμφωνα με τη μηνιαία έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η εκτίμηση των καταναλωτών για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών έχει επιδεινωθεί τα τελευταία δύο χρόνια και ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, δηλαδή από τον Φεβρουάριο του 2022. Το ισοζύγιο απαντήσεων παρέμεινε στο μέσο επίπεδο των -51 μονάδων μέχρι τον Απρίλιο του περασμένου έτους και παρά την προσωρινή βελτίωση που καταγράφηκε τους καλοκαιρινούς μήνες, επανήλθε σταδιακά στις -52,7 μονάδες τον Ιανουάριο. Εν τω μεταξύ, όπως δείχνει το διάγραμμα, οι εκτιμήσεις των καταναλωτών για τις μεταβολές των τιμών αυξήθηκαν απότομα τον Μάρτιο του 2022 και παραμένουν σε γενικές γραμμές σταθερές (85 μονάδες κατά μέσο όρο).
Οι εκτιμήσεις των καταναλωτών για την εξέλιξη των τιμών αφενός και η τρέχουσα οικονομική τους κατάσταση αφετέρου αντανακλούν τη διαφορά στο ρυθμό μεταβολής μεταξύ του ονομαστικού διαθέσιμου εισοδήματος και του πληθωρισμού και, κατά συνέπεια, την επίδρασή του στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Πιο συγκεκριμένα, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε το 2020 λόγω της πανδημίας και των μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας, που ξεπέρασε την αντίστοιχη πτώση του ΕνΔΤΚ (-5,1% έναντι -1,3%). Στη συνέχεια, το διαθέσιμο εισόδημα ανέκαμψε με πολύ ταχύτερο ρυθμό από τον ΕνΔΤΚ το 2021 (7,6% έναντι 0,6%), που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις επιδράσεις της βάσης καθώς η οικονομική δραστηριότητα ομαλοποιήθηκε σταδιακά. Ωστόσο, παρόλο που το διαθέσιμο εισόδημα κατέγραψε εξίσου σημαντική αύξηση (7,6%) το 2022, ο πληθωρισμός παρέμεινε σε υψηλό επίπεδο 9,3%, διαβρώνοντας το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα για τα νοικοκυριά. Το πρώτο εννεάμηνο του 2023, οι πραγματικές ζημίες αντισταθμίστηκαν εν μέρει καθώς η δυναμική του ονομαστικού διαθέσιμου εισοδήματος ήταν σημαντικά υψηλότερη από τη δυναμική ανάπτυξης του δείκτη ΕνΔΤΚ (7,4% έναντι 4,4%).
Δελτίο 12022024_Ελληνική Οικονομία.docx