Φέτος συµπληρώνονται 50 χρόνια από την πτώση της Χούντας των Συνταγµαταρχών και, όπως είναι φυσικό, η Ελλάδα κάνει αναδροµή στα επιτεύγµατα (και στις αποτυχίες) που βίωσε κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Εδώ όµως ελλοχεύει ο κίνδυνος της υπερβολικής ενδοσκόπησης η οποία δεν τοποθετεί τα πράγµατα στη σωστή τους διάσταση. Σύµφωνα µε τους ψυχολόγους, ο τρόπος που βλέπουµε εµείς τον εαυτό µας και ο τρόπος που µας βλέπουν οι άλλοι (αυτοαντίληψη και «φήμη») συχνά δεν ταυτίζονται. Αυτό, πέρα από τον άνθρωπο, μπορεί να ισχύει και για τα κράτη. Ετσι, ένα παράλληλο ερώτημα που τίθεται σε αυτό το επετειακό έτος είναι: πώς άλλαξε η εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης; Πώς επηρεάστηκε η εικόνα αυτή από τον αντίκτυπο των γεγονότων και ποια είναι η μακροπρόθεσμη τάση της;
Γιατί έχει σημασία αυτό; Μια χώρα, όπως και μια επιχείρηση, έχει ένα «εμπορικό σήμα», ένα «brand», και αυτό έχει κάποια επακόλουθα. Ενα ελκυστικό branding –δηλαδή η δημιουργία μιας μοναδικής ταυτότητας και εικόνας για την επιχείρηση– βοηθάει τη διπλωματία. Ορισμένοι ιστορικοί έχουν υποστηρίξει ότι, σε κρίσιμες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας της, η Ελλάδα επωφελήθηκε από την καλοπροαίρετη παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, κυρίως λόγω φιλελληνικών διαθέσεων. Πρέπει να δούμε κατά πόσον αυτές οι διαθέσεις διατηρούνται ακόμα σήμερα, δεδομένων των επιπτώσεων της πρόσφατης κρίσης χρέους. Και, σε κάθε περίπτωση, η εικόνα ενός κράτους μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στις οικονομικές του προοπτικές, επηρεάζοντας την προθυμία των ξένων καταναλωτών να αγοράσουν τα εξαγωγικά του προϊόντα, ή τις επιχειρήσεις να επενδύσουν στο κράτος αυτό, την Ελλάδα εν προκειμένω.
Oμως, πώς μπορούμε να ορίσουμε την εικόνα μιας χώρας στο εξωτερικό; Και, πώς μπορούμε να μετρήσουμε τις αλλαγές αυτής της εικόνας σε βάθος χρόνου; Για το τελευταίο, δεν υπάρχουν πολλές επιλογές. Υπάρχουν ελάχιστες δημοσκοπήσεις που εξετάζουν τις απόψεις των ξένων για την Ελλάδα, και αυτές που έχουν διενεργηθεί δεν επαναλαμβάνονται συστηματικά. Η δημοσκόπηση Gallup, στις ΗΠΑ, που ρωτάει τους Αμερικανούς τη γνώμη τους για διάφορες χώρες, συμπεριέλαβε την Ελλάδα μόνο το 2012, ενώ οι περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Eνωσης δεν καλύπτονται, επομένως υπάρχει περιορισμένη βάση για σύγκριση. Επιπλέον, οι τάσεις στον εισαγόμενο τουρισμό δεν μπορούν να ερμηνευτούν ως αξιόπιστος δείκτης της φήμης μιας χώρας. Επιστημονικά στοιχεία έχουν δείξει ότι δεν υπάρχει απευθείας συσχέτιση μεταξύ των ατόμων ή ομάδων που έχουν προσωπικές εμπειρίες από μια χώρα και της φήμης που της αποδίδουν. Ούτε και οι τάσεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές φαίνεται να είναι κατάλληλοι δείκτες: η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών υποδεικνύει ότι μπορούν να οδηγήσουν σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Μπορεί επίσης οι τάσεις αυτές να είναι αποτέλεσμα και όχι αίτιο.
Οπότε, επιλέγουμε να επικεντρωθούμε στο τι λένε οι ξένοι για την Ελλάδα. Και μπορούμε να το αντιπαραβάλουμε με το τι λένε οι Eλληνες για άλλες χώρες, ώστε να αποκτήσουμε μια ευρύτερη ιδέα για την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό και τις διμερείς σχέσεις.
Εξετάζοντας τις απόψεις των δύο πλευρών, διαπιστώνουμε τρία διακριτά στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα μιας χώρας στο εξωτερικό. Πρώτον, η «σημαντικότητα» μιας χώρας: πόση προσοχή λαμβάνει. Υπάρχει ενδιαφέρον γι’ αυτήν ή κυρίως αγνοείται; Δεύτερον, ποια είναι η «αντίληψη» για τη χώρα αυτή; Θεωρώ ότι η αντίληψη που υπάρχει για μια χώρα είναι επίκαιρη σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Μας βοηθάει να αξιολογήσουμε εάν το κλίμα αλλάζει θετικά ή αρνητικά με την πάροδο του χρόνου. Η αντίληψη μπορεί να αλλάξει. Η «φήμη», αντίθετα, η οποία είναι και το τρίτο στοιχείο, διαρκεί περισσότερο. Περιλαμβάνει τη μνήμη και γι’ αυτό παραμένει για μεγαλύτερο διάστημα. Μπορούμε να αναλύσουμε τον τρόπο με τον οποίο συζητείται μια χώρα, ποιες λέξεις χρησιμοποιούνται για να την περιγράψουν. Είναι αυτό που οι ακαδημαϊκοί ονομάζουν «γνωστική αναπαράσταση».
Oμως, χρειάζονται πηγές δεδομένων για κάτι τέτοιο. Σε ένα νέο εγχείρημα με το Ελληνικό Παρατηρητήριο του LSE, και με την υποστήριξη του Γεωργίου Τσιάλα, χρησιμοποιούμε υπάρχουσες ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων που περιλαμβάνουν τις ομιλίες βουλευτών σε διάφορα εθνικά κοινοβούλια. Με αυτόν τον τρόπο, μελετάμε όλες τις δηλώσεις που αναφέρονται στην Ελλάδα, τους Ελληνες, τον Ελληνισμό κ.λπ., και με τη βοήθεια του διαδικτυακού συνόλου δεδομένων «ParlSpeech V2» μπορούμε να αναλύσουμε πότε αναφέρεται η Ελλάδα στα κοινοβούλια του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας και της Ολλανδίας, για κάθε έτος από το 1989 έως το 2019. Μπορούμε να συμπληρώσουμε τα δεδομένα αυτά με αναφορές που έγιναν στο Ελληνικό Κοινοβούλιο για τις χώρες αυτές. Με τη χρήση λογισμικού που αναπτύχθηκε από συναδέλφους στο LSE, είμαστε σε θέση να μελετήσουμε 4.789.985 μεμονωμένες προφορικές δηλώσεις.
Αυτό μας επιτρέπει να πραγματοποιήσουμε τη μελέτη μας σε μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα και σε πολλά κοινοβούλια. Επίσης, μας επιτρέπει να μελετήσουμε τις πιο πρόσφατες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης, τον κόσμο στη μεταψυχροπολεμική εποχή και τη θέση της Ελλάδας στη νέα Ευρώπη. Πιο συγκεκριμένα, μπορούμε να αξιολογήσουμε τις επιπτώσεις της κρίσης του ευρώ. Η μελέτη μας καλύπτει τις χώρες εντός Ευρωζώνης, που επηρεάστηκαν άμεσα από την κρίση, και το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο αποχώρησε από την Ε.Ε. Οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ολλανδίας χαρακτηρίστηκαν «γεράκια» κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης, οπότε η καταγραφή των πολιτικών δηλώσεων των βουλευτών τους μπορεί να δείξει τη φύση των επιπτώσεων μιας κρίσης.
Τόσο οι Γερμανοί όσο και οι Ολλανδοί βουλευτές έδιναν περίπου δέκα φορές μεγαλύτερη προσοχή στην Ελλάδα την περίοδο 2010-12 σε σχέση με την Πορτογαλία, η οποία επίσης είχε μπει σε πρόγραμμα διάσωσης.
Ποιες είναι λοιπόν οι τάσεις που εντοπίζουμε; Εδώ, θα συνοψίσουμε τα πρώτα μας αποτελέσματα: το έργο αυτό βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Το Γράφημα 1 δείχνει πόσο άλλαξε η σημαντικότητα της Ελλάδας με την πάροδο του χρόνου στα κοινοβούλια της Βρετανίας, της Ολλανδίας και της Γερμανίας.
Παρατηρείται μια σαφής αντίθεση μεταξύ των δύο δεκαετιών πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η διαφορά προκύπτει από την παραμέληση –την ελάχιστη πολιτική προσοχή προς την Ελλάδα– και την ξαφνική και σημαντική αύξηση της προσοχής το 2009. Μια διαφοροποίηση εδώ είναι ότι οι Βρετανοί βουλευτές έδιναν πάντα μεγαλύτερη προσοχή στην Ελλάδα από ό,τι οι Γερμανοί ή οι Ολλανδοί, όμως, καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν εκτός Ευρωζώνης, η προσοχή που έδινε στην Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης παρουσίασε μια σχετικά μέτρια αύξηση. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι τα στοιχεία μάς δείχνουν ότι τόσο οι Γερμανοί όσο και οι Ολλανδοί βουλευτές έδιναν περίπου δέκα φορές μεγαλύτερη προσοχή στην Ελλάδα την περίοδο 2010-12 σε σχέση με την Πορτογαλία, η οποία επίσης είχε μπει σε πρόγραμμα διάσωσης εκείνη την περίοδο. Η Ελλάδα προκάλεσε πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον κατά την πρώτη περίοδο διάσωσής της από ό,τι η Πορτογαλία κατά την αντίστοιχη περίοδο. Υπήρξε μια κάμψη στην προσοχή που δόθηκε στην Ελλάδα το 2013-14: ίσως λόγω της αίσθησης ότι βρισκόταν σε καλό δρόμο με το πρόγραμμα προσαρμογής της.
Με αυτά τα μοτίβα, εστιάζουμε ιδιαίτερα στη σύγκριση Ελλάδας – Γερμανίας. Πριν από την κρίση, οι Eλληνες βουλευτές εστίαζαν στη Γερμανία πολύ περισσότερο από ό,τι οι ομόλογοί τους στο Βερολίνο ασχολούνταν με την Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, τα επίπεδα προσοχής μεταξύ των δύο χωρών ισορρόπησαν. Καμία από τις δύο τάσεις δεν αποτελεί έκπληξη: Η Γερμανία είναι ένας κυρίαρχος παίκτης της Ε.Ε.
Προ κρίσης, οι Eλληνες βουλευτές εστίαζαν στη Γερμανία πολύ περισσότερο από ό,τι οι ομόλογοί τους στο Βερολίνο ασχολούνταν με την Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, τα επίπεδα προσοχής μεταξύ των δύο χωρών ισορρόπησαν.
Τα δεδομένα γίνονται πιο ενδιαφέροντα όταν εξετάζουμε το περιεχόμενο των όσων ειπώθηκαν. Η ανάλυση συναισθήματος (sentiment analysis) πραγματοποιήθηκε με τη χρήση «λεξικών συναισθήματος» (sentiment dictionaries) που έχουν επικυρωθεί από ακαδημαϊκούς σε όλες τις γλώσσες. Με τον τρόπο αυτό εξετάζεται κάθε μεμονωμένη πρόταση όπου αναφέρεται η λέξη «Ελλάδα», και κατά πόσο οι λέξεις που περιλαμβάνει η πρόταση αυτή είναι θετικές ή αρνητικές. Συνεπώς, η ανάλυση διαβάζει κάθε πρόταση ξεχωριστά: δεν μπορεί να προβεί σε αξιολόγηση του συνόλου μιας συγκεκριμένης ομιλίας.
Το Γράφημα 2 παρουσιάζει τις τάσεις από το 1990 έως το 2019. Εδώ, υπάρχει μια σαφής αντίθεση μεταξύ Βρετανών και Ολλανδών βουλευτών, από τη μία πλευρά, και Γερμανών βουλευτών, από την άλλη.
Είναι αξιοσημείωτο ότι το συναίσθημα στην Μπούντεσταγκ σχετικά με την Ελλάδα εμφανίζεται αρνητικό καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου των δεδομένων μας. Εδώ πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα επίπεδα προσοχής που δόθηκαν στην Ελλάδα πριν από την κρίση ήταν πολύ χαμηλά. Το χαμηλότερο σημείο συναισθήματος σημειώθηκε το 2009, κατά τη διάρκεια του σοκ της αρχικής κρίσης. Τα επίπεδα συναισθήματος έπεσαν μετά τα θετικά χρόνια που ακολούθησαν τους επιτυχημένους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Η αρνητικότητα του Βερολίνου έρχεται σε αντίθεση με το συναίσθημα που υπάρχει για την Ελλάδα στο βρετανικό και το ολλανδικό κοινοβούλιο, τα οποία παραμένουν ουδέτερα ή θετικά κατά τη διάρκεια των τριών δεκαετιών.
Τι πιστεύουν λοιπόν οι Ελληνες βουλευτές για τη Γερμανία; Παρέμειναν ουδέτεροι ή θετικοί τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της κρίσης. Συνεπώς, παρατηρούμε εδώ μια ασυμμετρία στο συναίσθημα: οι Γερμανοί βουλευτές είναι πολύ πιο αρνητικοί απέναντι στην Ελλάδα απ’ ό,τι οι Ελληνες βουλευτές απέναντι στη Γερμανία.
Από τη σύγκρουση, στη σύγκλιση αντιλήψεων με τους ξένους
Πρέπει όµως να εµβαθύνουµε περισσότερο στο περιεχόµενο των οµιλιών. Εκεί βλέπουµε τις λέξεις που συνδέονται µε µια χώρα. Στα κοινοβούλια της Βρετανίας, της Ολλανδίας και της Γερµανίας, οι οµιλίες για την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης εξέφραζαν κοινές ανησυχίες. Οπως, για παράδειγµα, τον αντίκτυπο αυτής της «τραγικής» κρίσης στον ελληνικό λαό, την ανάγκη να δοθεί στήριξη στην Ελλάδα, τις επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ομως, ο Πίνακας 1 δείχνει τις διαφορές στις αναφορές τους για την Ελλάδα – δίνει μια εικόνα των πιο διακριτών λέξεων που χρησιμοποιούσαν.
Ενώ οι Βρετανοί βουλευτές –που δεν ήταν μέλη της Ευρωζώνης– μιλούσαν για την ανάγκη να δοθεί «ελπίδα» και να επιδειχθεί «σεβασμός», οι Γερμανοί ομόλογοί τους αναφέρονταν στη διαφθορά στην Ελλάδα, στην ανάγκη να δείξουν «υπευθυνότητα» οι κυβερνήσεις στην Αθήνα και να μην «παραβιάζουν» τις συμφωνίες. Οι Ολλανδοί βουλευτές πήγαν ακόμα παραπέρα: ζήτησαν διαβεβαιώσεις, δεσμεύσεις, εγγυήσεις και ειλικρίνεια προκειμένου να υπάρξει εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις που δόθηκαν. Σε πολιτικό επίπεδο, οι αναφορές για την Ελλάδα περιστρέφονταν γύρω από θέματα αξιοπιστίας σχετικά με τις συμφωνίες, την ανάγκη αυστηρών διατυπώσεων σε αυτές και το γεγονός ότι η χώρα υπονομεύεται από τη διαφθορά.
Οι αποζημιώσεις
Στα χρόνια της κρίσης σημειώθηκαν πολλές συγκρούσεις στις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Αθήνας και των εταίρων της στην Ε.Ε. Η αυξανόμενη ένταση αποτυπώνεται στον τρόπο με τον οποίο οι Ελληνες βουλευτές μιλούσαν για τη Γερμανία. Ο Πίνακας 2 δείχνει μια κλιμακούμενη στροφή προς την απεικόνιση της Γερμανίας ως πρώην κατακτητή, ο οποίος φέρει την υποχρέωση, λόγω της κατοχής κατά την περίοδο του πολέμου, να καταβάλει αποζημιώσεις στην Ελλάδα.
Μέχρι το αποκορύφωμα της κρίσης, το 2015, οι βουλευτές στο Κοινοβούλιο συνέδεαν πλέον ρητά τη Γερμανία με το ναζιστικό παρελθόν της, αντανακλώντας το γενικό αίσθημα που εκφραζόταν και στις πολλές αφίσες που βλέπαμε τότε στους δρόμους των ελληνικών πόλεων.
Η Ελλάδα υπέστη σημαντικό πλήγμα στη φήμη της κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η ρητορική αυτή μετατόπισε το branding της μακριά από την κλασική Αθήνα και την επιτυχία της δημοκρατικής μετάβασης του 1974.
Επομένως, ποια συμπεράσματα μπορούμε να εξαγάγουμε από αυτά τα μοτίβα και τις αντιθέσεις; Οι πολιτικές κουβέντες που διατυπώθηκαν από ξένες χώρες σχετικά με την Ελλάδα κατά τα χρόνια της κρίσης, διείσδυσαν στην ελληνική εσωτερική σκηνή όσο ποτέ άλλοτε. Εστίασαν στους εσωτερικούς θεσμούς της Ελλάδας και στην ικανότητά της να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις. Αλλά αναφέρονταν και στα προσωπικά χαρακτηριστικά των Ελλήνων ηγετών: προβληματίζονταν για θέματα εμπιστοσύνης, υποσχέσεων, ανάληψης ευθυνών. Η Ελλάδα υπέστη σημαντικό πλήγμα στη φήμη της κατά τη διάρκεια της κρίσης, σε αντίθεση με άλλες χώρες που λάμβαναν πακέτα διάσωσης, όπως η Πορτογαλία. Η ρητορική αυτή μετατόπισε το branding της Ελλάδας μακριά από την κλασική Αθήνα και την επιτυχία της δημοκρατικής μετάβασης του 1974. Με άλλα λόγια, επρόκειτο για μια βίαιη μετατόπιση από τις θετικές ιστορικές εικόνες που κάποιοι είχαν θεωρήσει επωφελείς για την Ελλάδα στο παρελθόν.
Παρόλο που η αντίληψη είναι επίκαιρη σε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή, μπορεί να αλλάξει. Ετσι, το 2023, το περιοδικό The Economist ανέδειξε την Ελλάδα ως «Χώρα της χρονιάς». Ηταν μια αναγνώριση της πρόσφατης προόδου της χώρας.
Η φήμη, όμως, δημιουργείται σταδιακά μέσα στον χρόνο: είναι συνδεδεμένη με τη μνήμη. Οι περιγραφές και οι εικόνες της Ελλάδας κατά την περίοδο 2009-2018 αποτελούν κατάλοιπο που το κουβαλάει η χώρα από την κρίση, και επηρέασαν το «brand» της. Η ανάγκη για αποτελεσματικότερους θεσμούς και για κάθαρση της ελληνικής πολιτικής που ζητούσαν οι ξένοι βουλευτές από την Αθήνα, δεν είναι άγνωστες έννοιες για την Ελλάδα. Ταυτίζονται με την ατζέντα των μεταρρυθμιστών στη χώρα. Υπό αυτήν την έννοια, αυτό υποδηλώνει μια νέα σύγκλιση, τα τελευταία δέκα χρόνια, μεταξύ της αντίληψης των ξένων πολιτικών για τις ανάγκες της Ελλάδας, και εκείνης των Ελλήνων για τη μελλοντική ατζέντα. Το πόσο μοναδική, ιστορικά, μπορεί να είναι αυτή η σύγκλιση είναι ένα ενδιαφέρον, από μόνο του, ερώτημα.
Η αντίληψη αλλάζει ταχύτερα από ό,τι η φήμη. Η Ελλάδα έχει γυρίσει σελίδα, όμως οι αντηχήσεις του πρόσφατου παρελθόντος παραμένουν. Οπως μας θυμίζει ο Θουκυδίδης: η φήμη είναι υψίστης σημασίας και αξίζει να διατηρηθεί με κάθε κόστος. Από αυτή την άποψη, για κάποιους από τους Ευρωπαίους εταίρους της, η Ελλάδα έχει ακόμη αρκετή δουλειά να κάνει.
*Ο κ. Κέβιν Φέδερστοουν είναι διευθυντής του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του London School of Economics.