Πάνω από 6.000.000 θανάτους και 570.000.000 μολύνσεις, έχει προκαλέσει μέχρι σήμερα η covid-19, που προκλήθηκε από τον κορονοϊό SARS-CoV-2 και εντοπίστηκε για πρώτη φορά στην πόλη Ουχάν, πρωτεύουσα της επαρχίας Χουπέι της Κίνας, τον Δεκέμβριο του 2019.
Η νόσος επεκτάθηκε ταχύτατα, παρά τις προσπάθειες να περιοριστεί, αναγκάζοντας τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, να χαρακτηρίσει τον κορονοϊό πανδημία, στις 11 Μαρτίου του 2020.
Στην Ελλάδα, το πρώτο κρούσμα της covid, επιβεβαιώθηκε στις 26 Φεβρουαρίου, στη Θεσσαλονίκη. Μία επιχειρηματίας, που είχε πρόσφατα επισκεφθεί τη Βόρεια Ιταλία, βρέθηκε θετική στον ιό και μπήκε σε απομόνωση στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ. Την επόμενη ημέρα, στο ίδιο νοσοκομείο, μπήκε και ο εννιάχρονος γιός της, αφού προσβλήθηκε και αυτός από τον ιό.
Στις 4 Μαρτίου επιβεβαιώθηκε μια άλλη περίπτωση, ένας άνθρωπος που ταξίδεψε στο Ισραήλ και την Αίγυπτο, και νοσηλεύτηκε στην Πάτρα. Στις 5 Μαρτίου, 22 ακόμη άτομα βρέθηκαν θετικά στον ιό, ανεβάζοντας το σύνολο στη χώρα σε 31 επιβεβαιωμένες περιπτώσεις. Στις 7 Μαρτίου, επιβεβαιώθηκαν 21 ακόμη περιπτώσεις από το Ισραήλ προς την Ελλάδα.
Μέχρι και τις 31 Μαρτίου, ο αριθμός κρουσμάτων είχε ανέλθει σε 1314 ενώ 49 άνθρωποι είχαν χάσει τη ζωή τους.
Ακολούθησαν πολλά. Αποκλεισμοί, lockdown, εμβόλια. Σήμερα, 4 χρόνια μετά, οι χιλιάδες ιστορίες ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους και άλλες τόσες όσων «πολέμησα» την covid, «στοιχειώνουν», την παγκόσμια υγειονομική περιπέτεια, που ήρθε για να μείνει.
Η «ασθενής μηδέν» και η «νοσηλεύτρια μηδέν»
Το Dnews, μίλησε με την επιχειρηματία Δήμητρα Βουλγαρίδου, την «ασθενή μηδέν», τη γυναίκα που πήγε να εξεταστεί στο ΑΧΕΠΑ και μπήκε κατευθείαν σε θάλαμο αρνητικής πίεσης για 18 ημέρες, αντιμετωπίζοντας το άγνωστο, ως το πρώτο κρούσμα κορονοϊού στη χώρα μας. Αλλά και την γυναίκα που ήταν η πρώτη νοσηλεύτριά της. Την Δρ. Παρθενόπη Παντελίδου, σήμερα Διευθύντρια της Νοσηλευτικής Υπηρεσίας στο ΑΧΕΠΑ και Διδάκτορα του πανεπιστημίου Αθηνών. Οι δύο γυναίκες, ήταν αυτές που πρώτες «αντίκρισαν» στη χώρα μας τον κορονοϊό.
Η περιπέτεια που έζησαν, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι σενάριο ταινίας θρίλερ. Πρωτόγνωρη εμπειρία, που όπως λένε στο Dnews, δεν πρόκειται να ξεχάσουν ποτέ, αφού τους άλλαξε την έως τότε αντίληψη που είχαν για τη ζωή.
«Στην Ιταλία βρισκόμουν για επαγγελματικούς λόγους, για το Fashion Week», μας λέει η κ. Δήμητρα Βουλγαρίδου. «Είχα πάει σε διάφορες εκδηλώσεις και εκθέσεις. Μία ημέρα πριν φύγω, ακυρώνεται μία εκδήλωση του σχεδιαστή Armani. Το επόμενο πρωί στο αεροδρόμιο, στο Μπέργκαμο, συνειδητοποιούμε ότι κάτι συμβαίνει. Βλέπουμε για πρώτη φορά, κόσμο να φοράει μάσκες και να επικρατεί ένας πανικός. Εκεί αρχίζουν να μας παίρνουν τηλέφωνο από την Ελλάδα. Φτάσαμε κανονικά Θεσσαλονίκη, όπου δεν υπήρχαν κάποια μέτρα, δε μας ρώτησε κανείς από που έχετε έρθει. Ή τι πρέπει να κάνετε. Γυρίσαμε στα σπίτια μας, όλα ήταν μια χαρά».
Δύο ημέρες αργότερα ξεκίνησε η μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής της, όπως και της κ. Παντελίδου, που προσφέρθηκε, ως και η πιο έμπειρη, να είναι η πρώτη που θα μπει στο θάλαμο αρνητικής πίεσης.
«Δύο ημέρες αργότερα ανέβασα δέκατα και μπήκα στο διαδίκτυο να διαβάσω, να δω τι γίνεται. Παίρνω τηλέφωνο τους εκπρόσωπους της ιδιωτικής μου ασφάλειας και τους λέω τι έχω και ότι ήρθα από Ιταλία. Μου λένε ότι επειδή η Ιταλία είναι «κόκκινη ζώνη», πρέπει να πάω σε ένα κέντρο αναφοράς, σε ένα νοσοκομείο».
Στο ΑΧΕΠΑ, πήγε μόνη της, δεν περίμενε ότι όλο αυτό θα εξελιχθεί ραγδαία και ότι δεν θα ξαναδεί κανένα δικό της άνθρωπο, πριν περάσουν 18 ημέρες.
«Πήγα μόνη μου στο ΑΧΕΠΑ. Περίμενα, γιατί εξεταζόταν ένα άλλο ζευγάρι, ήταν ύποπτα κρούσματα. Μου εξήγησε ο γιατρός ότι πρέπει να γίνει ένα τεστ, αλλά επειδή το μικροβιολογικό είναι κλειστό, θα βγουν την επόμενη τα αποτελέσματα. Με έβαλαν αμέσως στο δωμάτιο αρνητικής πίεσης. Εκεί πέρασα τη νύχτα. Την επόμενη ημέρα βγήκε το αποτέλεσμα. Αλλά πριν μου ανακοινωθεί, με έπαιρναν φίλοι τηλέφωνο και μου έλεγαν «εσύ είσαι το πρώτο κρούσμα», «το λένε οι ειδήσεις», εγώ δεν είχα ιδέα ακόμα. Ο γιατρός μου έλεγε έρχομαι σε λίγο, να σας πω, το ξανακάνουμε, να είμαστε σίγουροι. Και αυτοί προσπαθούσαν να δουν τι γίνεται. Δεν ξέρω πώς, είχε διαρρεύσει από τα μέσα ενημέρωσης.
Μετά ήρθε ο γιατρός στο δωμάτιο, φορώντας φυσικά στολή και μου το ανακοίνωσε. Ήταν για μένα μεγάλο σοκ. Έκλαιγα ασταμάτητα, ζούσα ένα απόλυτο δράμα, θυμάμαι έκλαιγα για πολύ καιρό».
«Ποιος θα μπει μέσα και πώς»
Την ίδια στιγμή, η προϊσταμένη τότε της Α’ Παθολογικής Κλινικής, καλείται στο γραφείο του διευθυντή, αφού είχε επιβεβαιωθεί το πρώτο κρούσμα, η «ασθενής μηδέν» στην Ελλάδα.
«Θυμάμαι την ημέρα που πήγαμε στο γραφείο του διευθυντή, όταν βγήκαν τα αποτελέσματα της Δήμητρας και βγήκε θετική», μας λέει η κ. Παντελίδου. « Όλοι κοιταχτήκαμε. Πείτε μου τώρα τι κάνουμε είπα. Ξεκινήσαμε να συζητάμε, είχαμε πάρει ήδη τις πρώτες οδηγίες από τον κ. Τσιόδρα και επειδή ήταν άγνωστος ιός έπρεπε να γίνουν πολλές εξετάσεις.
Έπρεπε να αποφασιστεί πώς θα μπούμε μέσα, ποιος θα μπει. Δεν δίστασα πολύ, είπα θα μπω εγώ. Αισθανόμουν σίγουρη και ήξερα πώς να διαχειριστώ το κομμάτι της ατομικής προστασίας. Ήθελα να λειτουργήσω και ως παράδειγμα για το προσωπικό. Αλλά φοβόμουν φυσικά, όπως όλοι. Ο ένας κοιτάτε αν έχει ντυθεί ο άλλος καλά. Η στολή είναι δύσκολη στη διαχείριση της δουλειάς που έχεις να κάνεις, ζεσταίνεσαι, θολώνουν τα γυαλιά. Ήταν δύσκολο με όλο το στρες που είχαμε να το κάνουμε σωστά. Ήμασταν μία καλή ομάδα, μιλάγαμε με τα μάτια και ο ένας έπαιρνε κουράγιο από τον άλλο».
18 ημέρες στο άγνωστο
Η κ. Βουλγαρίδου, η «ασθενής μηδέν», αφηγείται τις επόμενες ημέρες με δυσκολία, «πάντα όταν τα θυμάμαι ανατριχιάζω μας λέει». Η διαχείριση μίας τόσο μοναδικής εμπειρίας, είναι εξ ορισμού πολύ δύσκολη.
«Όσες ημέρες έμεινα εκεί, 18 βράδια, οι άνθρωποι που έμπαιναν στο δωμάτιο ήταν πάντα με στολές. Μετά από μία ημέρα, έβαλαν και τον γιό μου στο ίδιο δωμάτιο. Όλο αυτό το διάστημα, ήταν πολύ δύσκολο. Δεν ήξερα τίποτα για την εξέλιξη του ιού και ούτε και οι γιατροί. Έτσι σκεφτόμουν διάφορα. Είχε μπει και ένα κύριος δίπλα, κατά τη διάρκεια της παραμονής μου, Μετά από δύο ημέρες έφυγε από τη ζωή. Εγώ άκουγα μόνο τι συμβαίνει, δεν μπορούσα να δω, δεν είχα οπτική επαφή. Είχα κινητό και τηλεόραση, αλλά απέφευγα να την ανοίξω, έλεγαν τα ίδια συνέχεια. Μιλούσαν για μας, δεν ήθελα να ακούει το παιδί μου. Έβαζα όλη την ημέρα παιδικά προγράμματα. Από ένα σημείο και μετά, σταμάτησα να μιλάω και με κόσμο στο κινητό, γιατί δεν μου έκανε καλό».
Την ίδια ώρα, η νοσηλεύτρια που ήταν μαζί της είχε τις δικές της σκέψεις. «Η κατάσταση με τη Δήμητρα ήταν περίεργη, γιατί είχε ήπια συμπτώματα», μας λέει η τότε νοσηλεύτριά της.
«Να βλέπεις έναν άνθρωπο φαινομενικά υγιή που θα πρέπει να είναι κλεισμένος μέσα σε ένα δωμάτιο, εσύ να μπαίνεις σαν αστροναύτης και να σε κοιτάει και να σκέφτεται τι έχει. Το πιο δύσκολο ήταν που ήρθε και ο γιος της, την επόμενη ημέρα. Τα δικά μου παιδιά ήταν τότε κοντά στην ηλικία με το παιδί της Δήμητρας, μάλιστα τα παιδιά μου, όπως και άλλων συναδέλφων, έκαναν ζωγραφιές στο παιδί που ήταν μέσα στο θάλαμο, του πηγαίναμε δώρα κλπ. Στο θάλαμο ήταν δύσκολα, αν και φροντίσαμε να τον εξοπλίσουμε καλά».
Θάλαμος κρατουμένων
Γελάει όταν τη ρωτάμε αν ήταν θάλαμος κρατουμένων. Και μας απαντά ότι πράγματι «ήταν θάλαμος για κρατούμενους που έρχονταν από τις φυλακές για νοσηλεία, γιατί ήταν στην άκρη του διαδρόμου και αυτό βοηθούσε την αστυνομία να τον φρουρεί, αλλά και να γίνεται καλύτερα η λειτουργία του νοσοκομείου, αφού δεν ήταν ο θάλαμος μέσα στη μέση. Για αυτό αποφασίστηκε να γίνει και ο πρώτος θάλαμος για νοσηλεία του κορονοϊού.
Τα απειλητικά μηνύματα
Μετά την ασθένεια και του γιού της, για την κ. Βουλγαρίδου το επόμενο σοκ έρχεται από τα κοινωνικά δίκτυα. Απειλητικά μηνύματα, από ανθρώπους που δεν ήξερε.
«Τη δεύτερη εβδομάδα έκλεισα και τα social media που έχω. Δεχόμουν πολλά απειλητικά μηνύματα, όπως «να πεθάνεις», «ψόφα», «μας έφερες τον ιό». Αυτό ήταν ακόμα ένα σοκ για μένα. Δεν περίμενα τέτοια μηνύματα. Δεν περίμενα ότι ο κόσμος που ζούμε είναι έτσι. Είχα βέβαια και συμπαράσταση και από ανθρώπους άγνωστους. Γράμματα, βιβλία, δώρα για τον μικρό μου. Μου έχουν μείνει στο μυαλό όλα αυτά τα άσχημα μηνύματα, γιατί έλεγα, τι έχω κάνει αλήθεια και μου φέρονται έτσι».
Από την πρώτη στιγμή και χωρίς ακόμα να είναι ευδιάκριτα, τα μέτρα προστασίας, της απαγορεύτηκε να δει οποιονδήποτε συγγενή της, ή φιλικό πρόσωπο.
«Μόνο οι νοσηλευτές και οι γιατροί και αυτοί με ειδικές στολές και για ελάχιστο χρόνο, έμπαιναν μέσα. Δεν ήξεραν και αυτοί πολλά για την ασθένεια, υπήρχε μεγάλη διαδικασία για να μπουν στο θάλαμο. Με έπαιρναν τηλέφωνο και μου έλεγαν σε λίγο ερχόμαστε. Κάθε ημέρα μου έκαναν εξετάσεις. Πηγαίναμε βήμα, βήμα», μας λέει η κ. Βουλγαρίδου.
Το παιδί ήταν μαζί μου στο δωμάτιο, τον έφεραν τη δεύτερη ημέρα. Ήταν ασυμπτωματικό το παιδί. Είχα ζητήσει να παραμείνει σπίτι και να παρακολουθείται, αλλά δεν μου το επέτρεψαν. Δεν ήθελα να είναι στο νοσοκομείο. Το συγκεκριμένο δωμάτιο, δεν ήταν επίσης για ένα παιδί. Δεν είχε καμία σχέση με δωμάτια που βλέπαμε στις τηλεοράσεις. Το δωμάτιο στο ΑΧΕΠΑ, ήταν δωμάτιο που έβαζαν κρατούμενους για νοσηλεία».
Δεν ξέραμε τίποτα. Πηγαίναμε βήμα βήμα
Η κ. Παντελίδου, θυμάται τις δυσκολίες, των πρώτων ημερών. «Δεν ξέραμε τίποτα για τον κορονοϊό, τι κάνει αυτή η νόσος. Είχαμε βάλει μέσα στον θάλαμο της Δήμητρας μία τηλεόραση, αλλά και κάμερα, μήπως συμβεί κάτι. Θέλαμε να την παρακολουθούμε, φοβόμασταν. Καθόμασταν μόνο μία ώρα εκεί. Όλοι οι γιατροί και οι νοσηλευτές περάσαμε διάφορα στάδια στην πανδημία. Γράφαμε τα ονόματά μας πάνω στις άσπρες στολές για να μπορούμε να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας, αλλά και τους ασθενείς. Δεν είχαμε καμία εμπειρία. Όλα για μας ήταν καινούργια. Πηγαίναμε βήμα βήμα».
«Έκλαιγα συνέχεια»
Η «ασθενής μηδέν», έμεινε σε εκείνο το «δωμάτιο κρατουμένων» 18 ημέρες. Ήταν οι συγκλονιστικότερες της ζωής της. Όταν βγήκε από το νοσοκομείο έμεινε άλλες δύο εβδομάδες στο σπίτι της, κάνοντας τεστ συνεχώς. Τέσσερα χρόνια μετά, προσπαθεί ακόμα να καταλάβει, πώς βρήκε τη δύναμη να διαχειριστεί κάτι, που μέχρι τότε έβλεπε μόνο στον κινηματογράφο.
«Το περιγράφω τώρα και είναι σαν μία ιστορία, που μου την έχει διηγηθεί άλλος. Το έχω αφήσει πίσω. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό που πέρασα, το ότι έκλαιγα όλη την ημέρα, τι πέρασα 18 ημέρες εκεί μέσα. Και πώς προσπαθούσα να διαχειριστώ και τη συμπεριφορά του γιου μου, που ήθελε να φύγει. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι κάναμε εκεί. Δεν με βοήθησε κάποιος από το κράτος σε αυτό. Μόνη μου πήρα πρωτοβουλία και μίλησα με παιδοψυχολόγους. Ήμουν στα τηλέφωνα μαζί τους συνέχεια και μου έδιναν συμβουλές πως να το διαχειριστώ. Αν ήμουν μόνη ίσως ήταν διαφορετικά. Η ζωή μετά, κυρίως του παιδιού είχε δυσκολίες πολλές. Αποκαλούσαν το παιδί κορονοϊό και αν δεν αλλάζαμε σχολείο, θα είχαμε πρόβλημα».
Σχέσεις ζωής
Η κ. Βουλγαρίδου έχει κρατήσει επαφή με πολλούς από τους ανθρώπους του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ, που ήταν κοντά της και τη βοήθησαν.
«Με τους περισσότερους ανθρώπους που ήταν μαζί μου, σε εκείνη την περιπέτεια, κρατώ επαφή. Είμαι ευγνώμων για όλους. Γιατρούς, νοσηλευτές, όλο το προσωπικό του ΑΧΕΠΑ, γιατί, αν δεν ήταν αυτοί οι άνθρωποι, δεν ξέρω πώς θα το αντιμετώπιζα. Με στήριξαν πάρα πολύ μέσα στο νοσοκομείο. Ότι και αν είχα, κάποιες ταχυκαρδίες κλπ, ήταν όλα ψυχολογικά, αλλά με βοήθησαν. Ευτυχώς δεν είχα άλλα προβλήματα υγείας. Φανταστείτε ότι μου έκαναν δύο φορές γαστροσκόπηση, νόμιζαν ότι λόγω κορονοϊού κάτι συμβαίνει. Αλλά ήταν όλα ψυχολογικά θέματα. Η υγεία είναι αυτό που πρέπει να έχουμε όλοι, γιατί συνειδητοποιούμε την αξία της ζωής με τέτοιες καταστάσεις. Που την θεωρούμε δεδομένη, αλλά ανά πάσα στιγμή μπορούν να ανατραπούν τα πάντα».
Άλλαξαν όσα ξέραμε για τη ζωή
Όσο για το τι άφησε πίσω της αυτή η περιπέτεια;
«Έπεσα από τα ροζ συννεφάκια που ήμουν. Δεν γίνεται να αλλάξει 100% ένας άνθρωπος, αλλά αναθεώρησα πολλά πράγματα ως άνθρωπος. Τις ανθρώπινες σχέσεις ας πούμε. Πήρα αγάπη από πολύ κόσμο που δεν με ήξερε. Αντίθετα, άνθρωποι που ήξερα και θεωρούσα πιο κοντά, μου γύρισαν την πλάτη. Συνειδητοποίησα πόσο δύσκολες είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Νομίζω ότι θα ξαναγίνει σίγουρα κάτι τέτοιο, με όσα βλέπουμε και την εξέλιξη με την κλιματική αλλαγή, αλλά θέλω να πιστεύω ότι θα είμαστε πιο έτοιμοι να το αντιμετωπίσουμε. Πρέπει να θωρακιστεί η υγεία καλύτερα».
Είμασταν τυχεροί
Τα ίδια περίπου συναισθήματα άφησε η πανδημία και στην κ. Παντελίδου, που βοήθησε στη νοσηλεία εκατοντάδων ασθενών.
«Είμαστε τυχεροί που ζήσαμε, μετά από μία τέτοια εμπειρία, που μας άλλαξε όλους. Θεωρώ ότι χάσαμε πολλά, αλλά κερδίσαμε άλλα. Είμαι σίγουρη ότι θα ξαναγίνει, δεν ξέρω αν θα το ζήσουμε εμείς ή τα παιδιά μας. Έχουμε ακόμα επαφή με τη Δήμητρα, βγαίνουμε και πίνουμε καφέ».
Η Διευθύντρια της Νοσηλευτικής Υπηρεσίας του ΑΧΕΠΑ, θεωρεί ότι το ΕΣΥ, «χρειάζεται βοήθεια».
«Στα χρόνια της πανδημίας, έγινε μία πολύ μεγάλη προσπάθεια για επικουρικό προσωπικό, αλλά όχι για μόνιμο προσωπικό. Οι προσλήψεις τώρα γίνονται μόνο με ΑΣΕΠ. Από την άλλη έφυγε κόσμος γιατί συνταξιοδοτήθηκε. Δεν προλαβαίνουμε πλέον να τα κάνουμε όλα. Τότε υπήρξαν γρήγορες διαδικασίες και πήραμε επικουρικό προσωπικό. Τώρα όμως μετά από όλο αυτό, βγαίνουμε κουρασμένοι και νοιώθουμε ότι δεν έχουμε βοήθεια. Δεν έχουμε κίνητρο. Υπάρχει πρόβλημα με τους γιατρούς το αναγνωρίζω, αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τους νοσηλευτές. Δώσαμε τα πάντα. Ο νοσηλευτής δεν έχει πλέον κίνητρο νοσηλευτικό ή χρηματικό να μείνει στο ΕΣΥ».